- αρρενωπό(ν)
- τό1) мужественность; 2) возмужалость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έπανδρος — ἔπανδρος, ον (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον ανδρικό, αρρενωπό παράστημα. επίρρ... ἐπάνδρως ανδρικά, γενναία, με ανδρικό… … Dictionary of Greek
αμαζονικός — ή, ό (Α Ἀμαζονικός, ή, όν) 1. ο αμαζόνειος* 2. αυτός που έχει ύφος αρρενωπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀμαζὼν + παράγ. κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
αρρενοποιώ — ἀρρενοποιῶ ( έω) (Α) καθιστώ κάποιον αρρενωπό … Dictionary of Greek
λεβεντιά — η [λεβέντης] 1. η ιδιότητα τού λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος 2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά 3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά τού χωριού») 4. άτομο γενναίο, μαχητικό και… … Dictionary of Greek
λεβεντόκορμος — η, ο αυτός που έχει ωραίο, αρρενωπό, ευσταλές παράστημα … Dictionary of Greek
λεβεντόπαιδο — το νέος με ωραίο, αρρενωπό παράστημα και με γενναιοψυχία, παλικάρι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μπόγκαρτ, Χάμφρεϊ — (Humphrey Bogart, Νέα Υόρκη 1899 – 1957). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Με μια χαρακτηριστική εκφορά λόγου που έμοιαζε με ψεύδισμα αλλά τον έκανε να ξεχωρίζει από όλους τους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Μπόγκι της αμερικανικής… … Dictionary of Greek
Νόλτε, Νικ — (Nick Nolte, Ομάχα 1940 –). Αμερικανός ηθοποιός. Ψηλός ξανθός και με αρρενωπό παράστημα ξεκίνησε στις επιτυχίες με τον ρόλο του νεαρού μποέμ αδελφού στην τηλεοπτική σειρά Πλούσιος και φτωχός (1976). Στην πραγματικότητα δεν διέφερε και πολύ από… … Dictionary of Greek
λεβεντιά — η (λ. τουρκ.), αρρενωπό παράστημα, ανδρεία: Η λεβεντιά ήταν γνώρισμα των ηρώων της Επανάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)